- χαρακτηριζομένους
- χαρακτηρίζωengravepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαρολιθικός — ή, ό φρ. «μιαρολιθική υφή» (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που περιγράφει γρανίτες χαρακτηριζόμενους από μικρές κοιλότητες οι οποίες έχουν σχηματιστεί μεταξύ τών κόκκων τών ορυκτών … Dictionary of Greek
βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… … Dictionary of Greek